- ἐπικουρικοῦ
- ἐπικουρικόςserving asmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικουρικός — ή, ό (Α ἐπικουρικός, ή, όν) [επίκουρος] βοηθητικός, ενισχυτικός («ἐπικουρικοῡ... γένους», Πλάτ.) νεοελλ. αυτός που έχει δευτερεύουσα σημασία αρχ. 1. (για στρατό) εφεδρικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικουρικόν συμμαχική δύναμη 3. αυτός που ανήκει… … Dictionary of Greek
Καπάνταρος, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821 από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση μετέβη στην Πελοπόννησο μαζί με άλλους Μικρασιάτες και νησιώτες, συμμετέχοντας ως οπλαρχηγός σε πολλές επιχειρήσεις. Αργότερα πήγε στην Κρήτη ως επικεφαλής ενός… … Dictionary of Greek
Καπέτος, Λεωνίδας — Αγωνιστής του 1821 από την Κεφαλονιά. Τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης πολέμησε στην Πελοπόννησο. Τον Οκτώβριο του 1825 μετέβη στην Κρήτη ως επικεφαλής επικουρικού σώματος μαζί με τους Χαζόπουλο, Χάλη κ.ά. Έλαβε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις… … Dictionary of Greek
Κόχραν, Τόμας Αλεξάντερ — (Thomas Alexander Cochrane, Άνσφιλντ 1775 – 1860). Άγγλος ναύαρχος. Κατατάχθηκε σε ηλικία 18 ετών στο βρετανικό ναυτικό και διακρίθηκε για τις ικανότητες και τη γενναιότητά του. Στα πρώτα του κατορθώματα συγκαταλέγεται η δίωξη της πειρατείας στη… … Dictionary of Greek
Λύρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από την Κρήτη. 1. Κεχαγιά Νικόλαος. Ήταν αρματολός και μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, πήγε στη Μικρά Ασία αλλά επέστρεψε στην Κρήτη με την έναρξη της Επανάστασης του 1821. Το 1824 μετέβη στην Πελοπόννησο και… … Dictionary of Greek